- οἰκτροπαθής
- οἰκτρο-πᾰθής, ές,A suffering pitiably,
τέκεα Syria5.338
([place name] Sidon).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέκεα Syria5.338
([place name] Sidon).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικτροπαθής — οἰκτροπαθής, ές (Α) αυτός που υποφέρει οικτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + παθής (< πάθος), πρβλ. μετριο παθής] … Dictionary of Greek